- γλαρομάτης
- α, ικο1) ясноглазый; 2) с взглядом полным неги, сладострастия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλαρομάτης — α, ικο αυτός που έχει γλαρά μάτια … Dictionary of Greek
γλαρομάτης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει γλαρά, ζωηρά μάτια. 2. αυτός που έχει βλέμμα γεμάτο ηδυπάθεια: Μόλις με κοίταξε η γλαρομάτα έχασα το μυαλό μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)